Γιατί η Ψυχανάλυση
Ηψυχανάλυση δεν είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, όταν κάτι στην ζωή δεν πηγαίνει καλά. Ωστόσο, η ψυχανάλυση είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε: μπορούμε να δεχθούμε την πρόσκλησή της να πούμε την αλήθεια για αυτό που δεν πηγαίνει καλά.
Η ψυχανάλυση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ψυχική οδύνη των ομιλούντων όντων ή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που μας φέρει εγγύτερα στο φροϋδικό Unbehagen, με τη δυσφορία τους. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα "γιατί η ψυχανάλυση", θα πρέπει να προσδιορίσουμε το πώς αυτή θέτει το ζήτημα της δυσφορίας μέσα στον κόσμο που έχει επικοισθεί από τη γλώσσα και το τι επιπτώσεις έχει μια τέτοια τοποθέτηση για τη θεραπεία.
Για την ψυχανάλυση η δυσφορία δεν είναι διαταραχή. Και δεν είναι διαταραχή, διότι στο πεδίο της ψυχικής ζωής δεν υπάρχει ούτε τάξη, ούτε νόρμα που να το δια-τάσσει. Η ψυχανάλυση δεν ορρωδεί ούτε προ της παραδοχής ότι μια ζωή εν τάξει μπορεί να είναι δυσάρεστη, βασανιστική ή και αφόρητη, ούτε προ της ιδέας ότι μια διευθέτηση που λειτουργεί δεν είναι αναγκαστικά συμβατή με προκαταλήψεις περί του πώς πρέπει να έχουν τα πράγματα. Ο πάσχων, και μόνον αυτός, μπορεί να αποφανθεί για το ποιός βίος είναι βιώσιμος και ποιός αβίωτος. Ο ψυχαναλυτής διευθύνει τη θεραπεία, όχι τη ζωή του ασθενούς.
Η ψυχανάλυση, συνεπώς, δεν επιχειρεί να ελέγξει τη δύναμη που ωθεί τα ομιλούντα όντα να επαναλαμβάνουν οδυνηρές εμπειρίες. Αντί να επιχειρήσει να εξ-ομαλύνει αυτό που από την ίδια του τη φύση πεισματικά αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια τιθάσευσής του, δημιουργεί ένα πεδίο, εντός του οποίου ο πάσχων μπορεί να λογαριασθεί με αυτή τη δύναμη μιλώντας για το σύμπτωμα που οργανώνει τη δυσφορία του. Ο ασθενής καλείται από τον αναλυτή να παραγάγει τη δική του ασυνείδητη γνώση αντί να ζητήσει τη γνώση του αναλυτή. Μια ανάλυση είναι δυνατή, εάν και μόνον εάν ο ασθενής συγκατατεθεί σε αυτό και αναλάβει την ευθύνη για αυτήν τη γνώση. Η ίδια η ύπαρξη του ασυνειδήτου εξαρτάται από μια απόφαση ηθικής τάξης.
Αν αυτός ο οποίος αποκωδικοποιεί το σύμπτωμα και φθάνει στην αλήθεια είναι ο ασθενής, θα πρέπει επίσης να τεθεί ότι η αλήθεια για την ψυχανάλυση δεν είναι ούτε η ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης, ούτε η αντιστοιχία νόησης και πράγματος. Η φροϋδική αλήθεια αναδύεται όταν η ομιλία και η σημασία που προκύπτει από την ανάπτυξή της καταρρέουν, διότι διά της ομιλίας βρίσκει κάποια θέση εντός αυτής εκείνο που είναι αδύνατον να ειπωθεί.
Αν η ψυχανάλυση προθύμως υποδέχεται αυτήν την αλήθεια ως ευτυχή στιγμή της θεραπείας, επ’ ουδενί ζητεί από τον ασθενή να σωπάσει. Ο ασθενής καλείται να μιλήσει ακριβώς για αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Η αλήθεια που, από την άποψη του νοήματος, καταδικάζει την ομιλία σε αποτυχία μπορεί να δείξει στον ασθενή κάτι που αγνοεί σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει την εμπειρία του και αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ζωή του την ίδια.
Η ψυχανάλυση, ωστόσο, δεν ενθαρρύνει την προσδοκία για μια ζωή απαλλαγμένη από το σύμπτωμα. Χωρίς να θέτει σε δεύτερη μοίρα τη σημασία που έχει για το πάσχον υποκείμενο η άμβλυνση της ψυχικής οδύνης, αντιπαρατίθεται στο ιδεώδες ενός βίου που κυβερνάται από την ηθικολογική επιταγή “να ζεις όπως θέλεις” ή “να ζεις όπως πρέπει”. Το σύμπτωμα δεν είναι εξωτερικό ως προς το ομιλούν ον, δεν είναι διαμόρφωση οφειλόμενη σε κάποιο ατυχές ιστορικό γεγονός, από την οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί ώστε να έχει την εμπειρία μιας απόλαυσης αχαλίνωτης. Το σύμπτωμα είναι συνυφασμένο με την ίδια την ύπαρξή του.
Αν η ψυχανάλυση ενθαρρύνει τον ασθενή να αναζητήσει την αλήθεια και να μην παραιτηθεί από την επιθυμία του, έχει, ωστόσο, επίγνωση των περιορισμών αυτής της τελευταίας: τα ομιλούντα όντα δεν ξέρουν και δεν μπορούν να πουν ποιό είναι το αντικείμενο της επιθυμίας τους. Έτσι, η ψυχανάλυση αντί να επιδιώκει και να υπόσχεται την ψυχική πλήρωση είναι μάλλον προσανατολισμένη προς την κατάκτηση μιας κάποιας ελευθερίας ως προς τον πυρήνα κάθε μορφής που μπορεί να πάρει το σύμπτωμα. Αυτό που διακυβεύεται σε μια ανάλυση είναι το αν ο ασθενής θα αναλάβει την ευθύνη της ανθρώπινης κατάστασης και των εξαναγκασμών της.